κοσμουργός

κοσμουργός
κοσμουργός
creator of the world
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοσμουργός — κοσμουργός, ὁ (ΑM) ο δημιουργός τού κόσμου, ο πλάστης τού σύμπαντος, ο κοσμοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + ουργός < ἔργον (πρβλ. μουσ ουργός, ξυλ ουργός)] …   Dictionary of Greek

  • κοσμουργούς — κοσμουργός creator of the world masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμουργόν — κοσμουργός creator of the world masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμουργία — κοσμουργία, ἡ (ΑM) [κοσμουργός] η δημιουργία τού κόσμου …   Dictionary of Greek

  • κοσμουργώ — κοσμουργῶ έω (Α) [κοσμουργός] δημιουργώ τον κόσμο, πλάττω το σύμπαν, κοσμοποιώ …   Dictionary of Greek

  • κοσμουργοῦ — κοσμουργέω create the world pres imperat mp 2nd sg (attic) κοσμουργέω create the world imperf ind mp 2nd sg (attic) κοσμουργός creator of the world masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοσμουργῶν — κοσμουργέω create the world pres part act masc nom sg (attic epic doric) κοσμουργός creator of the world masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”